- ἔρευθε
- ἐρεύθωmake redpres imperat act 2nd sgἐρεύθωmake redimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυρτίδανον — μυρτίδανον, τὸ (Α) 1. είδος φυτού που είναι παρεμφερές με τη μυρτιά 2. ανώμαλη επίφυση που εκφύεται στον κορμό και στα κλαδιά τὴς μυρτιάς 3. ο καρπός ενός ιθαγενούς φυτού τής Περσίας ή τής Ινδίας που μεταφυτεύθηκε στις μεσογειακές χώρες και… … Dictionary of Greek